πανάθλιος

πανάθλιος
-α, -ο (Α πανάθλιος, -ία, -ον)
ολωσδιόλου άθλιος, τρισάθλιος, αθλιέστατος, δυστυχέστατος, πάρα πολύ αξιολύπητος
νεοελλ.
πολύ κακός, κακοηθέστατος, φαυλεπίφαυλος.
επίρρ...
παναθλίως (Α)
με μεγάλη δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἄθλιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πανάθλιος — all wretched masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθλιος — α, ο ο πολύ άθλιος, ο δυστυχισμένος σε ανώτατο βαθμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παναθλίων — πανάθλιος all wretched fem gen pl πανάθλιος all wretched masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναθλίως — πανάθλιος all wretched adverbial πανάθλιος all wretched masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθλιον — πανάθλιος all wretched masc acc sg πανάθλιος all wretched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναθλίου — πανάθλιος all wretched masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναθλίῳ — πανάθλιος all wretched masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθλια — πανάθλιος all wretched neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθλιε — πανάθλιος all wretched masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάθλιοι — πανάθλιος all wretched masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”